top of page

5 Ιουλίου 1824: Η δεύτερη μάχη του Μαραθώνα

Κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας η πεδιάδα του Μαραθώνα αποτέλεσε όχι μια, αλλά δύο φορές ένα από τα σημαντικότερα πεδία μάχης. Η μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. με στρατηγό το Μιλτιάδη εναντίον των Περσών, είναι γνωστή σε όλους μας. Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι πως 1334 χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης, στο ίδιο σημείο της Αττικής έγινε η δεύτερη μάχη του Μαραθώνα, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων!




Η μάχη του 1824 (5 Ιουλίου) εκτυλίχθηκε με αριθμητική υπεροχή των εχθρών, σε τραγική αντιστοιχία με τη μάχη του 490 π.Χ. Αναμετρήθηκαν 3.000 Οθωμανοί Τούρκοι του Ομέρ Πασά με 600 Έλληνες επαναστάτες, υπό τις εντολές του Γιάννη Γκούρα. Έληξε όπως και η πρώτη με επικράτηση των ελληνικών δυνάμεων, σημειώνοντας μία από τις πιο σημαντικές νίκες του Αγώνα.


Τα δύο στρατόπεδα


Τον Ιούνιο του 1824 ο Ομέρ Πασάς της Καρύστου έλαβε εντολή να στραφεί κατά της Αττικής, σε μια εποχή που οι Έλληνες σπαράζονταν από εμφύλιες έριδες. Την περίοδο εκείνη, ο πρόεδρος του Εκτελεστικού Γεώργιος Κουντουριώτης, όρισε φρούραρχο της Ακρόπολης τον οπλαρχηγό Γιάννη Γκούρα.


ελληνική επανάσταση 1821 σημαία

Ο Ομέρ Πασάς αποβιβάστηκε στον Ωρωπό με 3.000 άντρες, εκ των οποίων οι 2.000 ήταν γενίτσαροι και αφού λεηλάτησε τις γύρω περιοχές, κατευθύνθηκε προς την Αθήνα. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Γκούρας συγκρότησε σώμα από 600 άνδρες, με τη συμμετοχή των χιλιάρχων Μαμούρη, Ρούκη και Πρεβεζιάνου και αποφάσισε να αναχαιτίσει τους Οθωμανούς στον Μαραθώνα. Στις 3 Ιουλίου 1824 κατέλαβε τον τύμβο της πεδιάδας του Μαραθώνα, απ’ όπου θα διάβαινε αναγκαστικά ο Ομέρ με τον στρατό του.


Η εξέλιξη της μάχης


Οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ των δύο αντιπάλων έγιναν στις 5 Ιουλίου 1824. Το πυροβολικό του Ομέρ άρχισε να ρίχνει πυρά κατά των ελληνικών θέσεων και στη συνέχεια ανέλαβαν δράση οι γενίτσαροι με το ιππικό, οι οποίοι αποκρούσθηκαν με σημαντικές απώλειες. Ο αγώνας εξελισσόταν αμφίρροπος και ο Γκούρας προσπαθούσε να ανεβάσει το ηθικό των στρατιωτών του, θυμίζοντάς τους τον άθλο των Αθηναίων κατά τον Περσών στον ίδιο χώρο πριν από αιώνες.


Την κρίσιμη στιγμή κι ενώ η μάχη έπαιρνε δραματική τροπή, εμφανίστηκε στο πεδίο της μάχης ο στρατηγός Διονύσιος Ευμορφόπουλος. Είχε πληροφορηθεί για την απόβαση των Τούρκων στην Αττική και έσπευσε με τους άνδρες του να βοηθήσει, γεγονός που αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων.



Τότε ο Γκούρας «σάλπισε» την αντεπίθεση και με τη καθοριστική συνεισφορά του χιλίαρχου Ρούκη έτρεψαν τους αντιπάλους σε φυγή. Οι Τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 260 νεκρούς, ανάμεσα τους και τον αρχηγό των γενιτσάρων Ιμπραήμ.

Ο οπλαρχηγός Γιάννης Γκούρας μετά το τέλος της μάχης και μιμούμενος το βάρβαρο επινίκιο έθιμο των Τούρκων, έκοψε τριάντα κεφάλια από τους νικημένους Τούρκους και τα έστειλε στην Αθήνα ως ένδειξη του θριάμβου.


Επιπλέον, με επιστολή του προς τους δημογέροντες των Αθηνών χαρακτήρισε τη νίκη του μεγαλύτερη σε ηρωισμό από εκείνη της Γραβιάς στις 8 Μαΐου 1821, διότι «ενίκησαν εκεί όπου ενίκησε πάλαι ποτέ και ο Μιλτιάδης».


Μετά την ήττα του ο Ομέρ Πασάς υποχώρησε με το στρατό του στο Καπανδρίτι, ενώ ο Γκούρας με τον Ευμορφόπουλο επέστρεψαν στην Αθήνα για να ετοιμάσουν την άμυνα της πόλης.



Κατερίνα Ζυγουράκη

 

bottom of page