Μάτι. 3 χρόνια μετά. | Η Μάρα Μ., μία νέα κοπέλα από τους πληγέντες, αφηγείται το τότε & το τώρα.
Ξέρω πως ήρθε το καλοκαίρι. Το ξέρω από τον περασμένο μήνα, αφού τα τελευταία άρθρα μου, κάπως έτσι ξεκινάνε.
Όταν όμως ο Ιούνιος φεύγει και δίνει τη σειρά του στον Ιούλιο, ξυπνάνε οι μνήμες. Ξυπνάνε για άτομα σαν κι εμένα, που βλέπαμε τη φωτιά από απόσταση ασφαλείας. Οι μνήμες αυτών που σώθηκαν τελευταία στιγμή από την πύρινη λαίλαπα, δεν κοιμήθηκαν ποτέ.
Δεν ξέρω αν, και τι μπορώ να γράψω για αυτή την καταστροφή. Ούτε από που να ξεκινήσω, και που να τελειώσω.
Άλλωστε, λίγο πολύ, όλοι μας έχουμε κάποιο δικό μας άνθρωπο που έζησε την καταστροφή. Άλλοι, λιγότερο «τυχεροί», χάσανε κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο εκεί.
Έκανα έναν περίπατο από το Μάτι μέχρι την Αμπελούπολη, με τη Μάρα, συνάδελφο από WLM. Το σπίτι της Μάρας, όπως και δεκάδες άλλα, παραδόθηκε ολοσχερώς στις φλόγες.
Για μια φορά όμως, προτιμώ να μη λέω τα δικά μου.
Μ: Ξέρω πως ο καθένας, έζησε διαφορετικά εκείνο το βράδυ. Αυτή είναι η δική μου ιστορία.
Το πρώτο βράδυ.
Μ: Φεύγεις από το σπίτι για να πας στη δουλειά, και δεν πάει ο νους σου πως σε 8-9 ώρες, η ζωή σου θα έχει αλλάξει εντελώς. Γυρνούσα με το αυτοκίνητο, και με πήρε η μητέρα μου να με ενημερώσει πως κάπου στο Νέο Βουτζά είχε πιάσει φωτιά, και να προσέχω στο δρόμο. Στην επόμενη μια ώρα, με ενημέρωσε ότι η φωτιά είχε φτάσει σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι μας στην Αμπελούπολη, και ότι έπρεπε να φύγουν αμέσως. Είχα μουδιάσει. Ήθελα να προχωρήσω προς το Μάτι, αλλά οι αρχές έβαζαν κορδέλες και απαγόρευαν τη διέλευση. Παράκουσα, προχώρησα προς τον παραλιακό δρόμο, ώστε να φτάσω σπίτι μου, περνώντας από το κόκκινο Λιμανάκι. Κορδέλες κι εκεί. Ρώτησα έναν κύριο πως θα βγω στο Μάτι. Αριστερά, δεξιά, ευθεία, δεξιά, πάλι αριστερά, ούτε που θυμάμαι. Απλώς οδηγούσα, σκεπτόμενη τις οδηγίες του, χωρίς να στρίβω πουθενά. Έφτασα στο λιμάνι της Ραφήνας. Οι καπνοί είχαν πυκνώσει. Ακόμα δεν ήμουν σίγουρη για την έκταση της φωτιάς. Η ώρες περνούσαν, και οι αρχές έβγαλαν από τη θάλασσα έναν άνθρωπο. Ήταν μεγαλόσωμος. Ήταν μπρούμυτα. Κάποιος φώναξε «Είναι νεκρός!». Τότε ξεθόλωσα. Ξεμούδιασα. Κατάλαβα πως η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη απ’ όσο μπορούσα να φανταστώ.
Οι επόμενες ώρες, κύλησαν όπως πάνω κάτω όλοι ξέρουν. Καπνοί, φασαρία, κι άλλοι σώματα που ξεβράζονταν, πανικός. Είχα χάσει την επικοινωνία με τη μητέρα μου, για αρκετές ώρες, αλλά με ενημέρωσε τελικά πως είναι καλά. Ο πατέρας μου, που βρισκόταν στην Αμοργό, έσπευσε με το πρώτο πλοίο να έρθει πίσω.
Η επόμενη μέρα.
Μ: Η μεγάλη φωτιά, είχε σβήσει, τις πρώτες πρωινές ώρες. Εκείνη την ώρα, κατάφερα να φτάσω κι εγώ σπίτι μου, σχεδόν ταυτόχρονα με τον πατέρα μου. Η μητέρα μου, είχε προσπαθήσει προηγουμένως να με προετοιμάσει ψυχολογικά για το θέαμα που θα αντίκρυζα. Το σπίτι που γεννήθηκα, η γειτονιά που μεγάλωσα, φάνταζε σαν τα τοπία που βλέπεις στις ειδήσεις, εικόνες από τον πόλεμο στο Ιράκ, κάτι τέτοιο. Συντρίμμια. Η γη ακόμα κάπνιζε, και μικρές εστίες, διάσπαρτες εδώ κι εκεί, έκαιγαν ακόμα. Δεν ήμουν σίγουρη γι’ αυτό που έβλεπα. Ήθελα απλά να πάω στο δωμάτιο μου. Έβλεπα από το παράθυρο να τρεμοπαίζει μια φλόγα, ήθελα να πάω να τη σβήσω. Δεν υπήρχε νόημα. Δεν είχε μείνει τίποτα. Δεν είχα τίποτα. Μόνο το σορτσάκι και το κίτρινο μπλουζάκι που φορούσα.
Ε: Θεωρείς η ανταπόκριση της κοινωνίας ήταν άμεση;
Μ: Η κινητοποίηση του κόσμου ήταν μεγάλη. Ίσως μεγαλύτερη από αυτή της πολιτείας. Είναι πολύ συγκινητικό να βλέπεις πως άνθρωποι μπορούν να δουλέψουν μαζί για να απαλύνουν κάπως τον πόνο, να σε κάνουν να ξεχαστείς για λίγο.
Ε: Υπάρχει κόσμος που «αξιοποίησε» την κατάσταση αυτή, για αυτοπροβολή;
Μ: Βέβαια, υπάρχουν και αυτοί που καρπώνονται τέτοιες καταστάσεις. Θεωρώ πως για κάποιους μπορεί να ήταν μια τάση, κάτι που ακουγόταν παντού και δεν θα μπορούσαν να απέχουν από αυτό. Δεν εστιάζω τόσο σε αυτό, ο καθένας πορεύεται με ότι θεωρεί ο ίδιος κατάλληλο και χρήσιμο. Ευχαριστώ πραγματικά όσους ενδιαφέρθηκαν να μας βοηθήσουν.
Ε: Ήταν εύκολο να προμηθευτείτε, εσύ και η οικογένεια σου, τα είδη πρώτης ανάγκης;
Μ: Σε γενικές γραμμές, ναι. Οι εθελοντές, και οι αρχές, έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους. Βέβαια, υπήρχαν και κάποια ευτράπελα, που θεωρώ πως όλοι, λίγο πολύ τα αντιμετώπισαν. Μια μέρα, ενώ περίμενα στη ουρά για να πάρω οδοντόβουρτσες για μένα και τους δικούς μου, ένας κύριος, μου έκανε επίπληξη που πήρα τρείς. Τρία άτομα είμαστε. Τέλος πάντων, δε μπορούμε να στεκόμαστε σε αυτά. Είμαι πραγματικά ευγνώμων, γιατί είδα πως σε τέτοιες περιπτώσεις, οι άνθρωποι δεν έχουν χρώματα και σημαίες. Είναι απλά άνθρωποι, και ενώνονται.
Ε: Από τις πρώτες μέρες κιόλας, στα ΜΜΕ, ακούσαμε για δωρεές με πολλά μηδενικά, για τους πυρόπληκτους. Θεωρείς ότι βοηθηθήκατε από αυτά τα χρήματα;
Μ: Λογικά θα έχασαν το δέμα με τα λεφτά στο ταχυδρομείο. Πέρα από τις αποζημιώσεις του κράτους, που φυσικά δεν είναι αυτές που περίμενε κανείς, αλλά σίγουρα βοήθησαν αρκετά, κανείς δε μας έφερε σπίτι κάποιο φάκελο με εκατομμύρια. Μολαταύτα, βοήθησαν αρκετά η εκκλησία και κάποιες εταιρείες κοινωνικής προσφοράς όπως η Συν-Ένωσις και ο Ερυθρός Σταυρός, ο "Άλλος Άνθρωπος"...
Ε: Έχουν περάσει τρία χρόνια από την καταστροφή. Τι έχει αλλάξει από τότε;
Μ: Μέσα μου, θεωρώ πως είμαι καλύτερα. Δε βγάζεις τον πόνο και τη θλίψη από πάνω σου. Όχι. Δε μπορείς να ξεχάσεις. Δε θέλω ούτε να σκέφτομαι πως νιώθουν αυτοί που έχασαν τους ανθρώπους τους στις φλόγες. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Ναι, κάηκε το σπίτι μου, τα πράγματα μου, όλα. Ναι, τις πρώτες μέρες, ήμουν με το σορτσάκι και το κίτρινο μπλουζάκι μου. Όμως όλα αυτά ξαναφτιάχνονται. Οι ψυχές που χάθηκαν, δε γυρίζουν πίσω.
Ε: Τα έργα και τα σχέδια πρόληψης τέτοιων καταστροφών, έχουν προχωρήσει;
Μ: Ότι βλέπεις, βλέπω. Οι δρόμοι είναι ακόμα στενοί, τα παρατημένα οικόπεδα είναι γεμάτα με ξερόχορτα. Το μόνο «θετικό», είναι πως κάηκαν τα πολλά, οπότε αν ξανασυμβεί το ίδιο πράγμα, θα είναι πολύ λιγότερη η καύσιμη ύλη. Θεωρώ ότι η κατάσταση είναι μπερδεμένη «εσωτερικά». Υπάρχουν πολλές εκκρεμότητες ακόμα, όπως το θέμα με τις δασικές εκτάσεις, και άδειες που εκκρεμούν για πολλά νοικοκυριά. Εύχομαι σύντομα να αποκατασταθούν τα γραφειοκρατικά κομμάτια ώστε να δούμε πράξεις.
Ε: Πώς βλέπεις το μέλλον;
Μ: Κανείς μας δεν πρόκειται να ξεχάσει. Όμως δε μπορούμε να μένουμε κολλημένοι σε ένα μαύρο παρελθόν. Είναι κλισέ αυτό που θα πω, αλλά η ζωή συνεχίζεται. Το οφείλουμε στους γονείς μας, στα παιδιά μας, στους εαυτούς μας να πάμε μπροστά. Είναι δύσκολο το ξέρω, αλλά έτσι πρέπει να γίνεται. Το Μάτι έχει τη δύναμη να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Νιώθω τυχερή που μεγάλωσα και παραμένω σε ένα μέρος, τόσο δυνατό και ελπιδοφόρο.
Ε: Αν ήξερες ότι αυτό το άρθρο θα διαβαστεί από όσους ήταν εδώ εκείνες τις μέρες, τι θα τους έλεγες;
Μ: Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη για όσους βοήθησαν, για όσους προσέφεραν, για όσους μας συμπαραστάθηκαν και μόνο με την παρουσία τους και την ανοιχτή τους αγκαλιά. Η αγάπη δεν κοστίζει αλλά παραμένει πάντα το μεγαλύτερο αγαθό, και είναι καλοδεχούμενη απ’ όλους.
Ευρυγένης
Comments